Καράρα

Καράρα
(Carrara). Πόλη (65.400 κάτ. το 2002) της Ιταλίας, στην περιοχή της Τοσκάνης. Είναι χτισμένη σε μικρή απόσταση από τη θάλασσα, σε μια λοφώδη περιοχή, και περιβάλλεται από τις απότομες και υπόλευκες πλαγιές των Απουανών Άλπεων. Από εκεί παράγεται το γνωστό λευκό μάρμαρο της Κ., το οποίο μετά την εξόρυξη και την κατεργασία του προωθείται στο εμπόριο και εξάγεται σε όλο τον κόσμο. Ένα από τα πιο σημαντικά μνημεία της Κ. είναι η μητρόπολη (με πλούσια διακοσμημένη μαρμάρινη πρόσοψη), το επιβλητικό αναστηλωμένο κάστρο της (13ος αι.) και το ανάκτορο Κίμπο-Μαλασπίνα (16ος αι.) που σήμερα στεγάζει την Ακαδημία Καλών Τεχνών. Ο καθεδρικός ναός της ιταλικής πόλης Καράρα, εξαίρετο δείγμα ρομανογοτθικής αρχιτεκτονικής του τύπου της Πίζα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • ωραίο — ονομάζεται καθετί που αρέσει σε εκείνον που το βλέπει, το διαβάζει ή το ακούει, άσχετα από τον τρόπο με τον οποίο μπορεί κάποιος να το χρησιμοποιήσει ή με τις σχέσεις που μπορεί να υπάρχουν μεταξύ του παρατηρητή και του παρατηρουμένου προσώπου ή… …   Dictionary of Greek

  • Απένινα — (Apennino). Οροσειρά που αποτελεί τη σπονδυλική στήλη και το κυριότερο γεωμορφολογικό στοιχείο της Ιταλικής χερσονήσου. Τα Α. σχηματίζουν ένα μεγάλο τόξο κυρτό στα Α και έχουν μήκος 1.350 χλμ., ενώ το πλάτος τους κυμαίνεται από 40 έως 120 χλμ. Τα …   Dictionary of Greek

  • Γκαρφανιάνα — (Garfaniana).Ιστορική γεωγραφική περιοχή της Ιταλίας στην Τοσκάνη, ανάμεσα στις Αμπουανές Άλπεις και στα Τοσκανικά Απένινα. Την περιοχή, που διαθέτει ένα από τα ωραιότερα τοπία της Ιταλίας, διαρρέει ο ποταμός Σέρκιο. Οι βουνοπλαγιές της είναι… …   Dictionary of Greek

  • Γκουάρντι — (Guardi).Επώνυμο δύο αδερφών Ιταλών ζωγράφων. 1. Τζαν Αντόνιο (Gian Antonio, 1699 – 1760). Καλλιτέχνης από τη Βενετία. Από το 1716 ανέλαβε τη διεύθυνση του εργαστηρίου του πατέρα του στη Βενετία. Η καλλιτεχνική του δραστηριότητα –μερικά μόνο… …   Dictionary of Greek

  • Ελσχάιμερ, Άνταμ — (Adam Elsheimer, Φρανκφούρτη 1578 – Ρώμη 1610;). Γερμανός ζωγράφος. Σχετικά με την πορεία του προς την κατάκτηση προσωπικού ύφους, στη διάρκεια της σύντομης καλλιτεχνικής ζωής του, δεν υπάρχουν ασφαλείς πληροφορίες. Ωστόσο, είναι βέβαιο ότι η… …   Dictionary of Greek

  • Ιουλιανός των Μεδίκων — (1479 – 1516). Φλωρεντινός ευγενής. Ήταν ο τρίτος γιος του Λαυρέντιου του Μεγαλοπρεπή και αδελφός του Πέτρου και του Ιωάννη, γνωστού και με το παπικό όνομα Λέων I’. Όταν ο Πέτρος διαδέχθηκε τον πατέρα του στον θρόνο (1492 94), έδειξε τέτοια… …   Dictionary of Greek

  • Λούνα — (Luna). Αρχαία πόλη της Ιταλίας, ΒΔ της Ετρουρίας και αριστερά του ποταμού Μάκρα. Αποτελούσε ένα από τα ασφαλέστερα λιμάνια της Μεσογείου, το οποίο οι αρχαίοι ονόμαζαν Σελήνης λιμάνι. Η πόλη ήταν γνωστή από τα λατομεία λευκού μαρμάρου, που… …   Dictionary of Greek

  • Μορόνι, Τζοβάνι Μπατίστα — (Giovanni Battista Moroni, Αλμπίνο, Μπέργκαμο 1529 – Μπέργκαμο 1578). Ιταλός ζωγράφος, δημιουργός θρησκευτικών πινάκων, αλλά κυρίως δυνατός προσωπογράφος, ενδιαφερόμενος για την ακριβή απόδοση του χαρακτήρα των μορφών του. Μαζί με τους… …   Dictionary of Greek

  • Πάντοβα — (Padova και εξελληνισμένος τύπος Πάδουα). Πόλη της Ιταλίας στην περιοχή Βένετο, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας στην καρδιά της παντοβενετικής πεδιάδας. Η πόλη ιδρύθηκε από τους Ευγανείους, υπήρξε σημαντικό κέντρο των Βενετών, σύμμαχος της Ρώμης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”